- ρητινοσυλλέκτης
- ο , ρητινοσυλλέκτρια η собиратель, -ница смолы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρητινοσυλλέκτης — ο, Ν αυτός που συλλέγει την ρητίνη η οποία εκκρίνεται από πεύκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + συλλέκτης. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. ῥητινοσυλλέκται, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἐφημερίς] … Dictionary of Greek
ρητινολόγος — ον, Α ο ρητινοσυλλέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥητίνη + λόγος*] … Dictionary of Greek